delantera - ουσιαστικό (θηλυκό)
/ðe.lanˈte.ɾa/
Η λέξη delantera έχει πολλές σημασίες στην ισπανική γλώσσα. Γενικά αναφέρεται σε αυτό που βρίσκεται μπροστά ή στο μπροστινό μέρος. Στον αθλητισμό, πιο συγκεκριμένα στο ποδόσφαιρο, αναφέρεται στους επιθετικούς παίκτες της ομάδας. Η χρήση της είναι συχνή και στην προφορική και στη γραπτή γλώσσα, ιδιαίτερα στις αθλητικές συζητήσεις.
Η επιθετική γραμμή της ομάδας έχει σημειώσει πολλά γκολ αυτή τη σεζόν.
Se necesita una delantera rápida para ganar el partido.
Η λέξη delantera χρησιμοποιείται σε πολλές αναγνωρίσιμες φράσεις: 1. Estar en la delantera - να είσαι πρωτοπόρος. - La empresa está en la delantera en tecnología. - Η εταιρεία είναι πρωτοπόρος στην τεχνολογία.
Η επιθετική γραμμή του συλλόγου είναι ασταμάτητη.
Buscar una delantera - να αναζητάς προοπτική ή αλλαγή.
Η λέξη delantera προέρχεται από το επίθετο delante, που σημαίνει "μπροστά". Ουσιαστικά δημιουργείται από την προσθήκη της κατάληξης -era, που συχνά χρησιμοποιείται σε ουσιαστικά που σχετίζονται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - delantero (μπροστινός) - atacante (επιθετικός)
Αντώνυμα: - trasera (πισινός) - defensa (αμυντικός)