Ρήμα
/delaˈtaɾ/
Η λέξη "delatar" στα Ισπανικά σημαίνει την ενέργεια της καταγγελίας ή της προδοσίας κάποιου, συνήθως αναφερόμενη σε περιπτώσεις όπου ένα άτομο αποκαλύπτει πληροφορίες για κάποιον άλλον, συχνά σε σχέση με νομικά ή ποινικά θέματα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε νομικά και επίσημα κείμενα.
Ο μάρτυρας αποφάσισε να καταγγείλει τον ένοχο για να σώσει τη δική του ζωή.
No deberías delatar a tus amigos, eso no es leal.
Δεν θα έπρεπε να προδώσεις τους φίλους σου, αυτό δεν είναι πιστό.
La policía le pidió que delatara a los criminales.
Η λέξη "delatar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και προτάσεις στην Ισπανική γλώσσα.
Να προδώσεις κάποιον για ένα χάρισμα.
No es bueno delatar a un compañero.
Δεν είναι καλό να προδίδεις έναν συνεργάτη.
A veces, delatar puede ser necesario para obtener justicia.
Μερικές φορές, η καταγγελία μπορεί να είναι απαραίτητη για να αποκτήσει κανείς δικαιοσύνη.
Nunca delates a alguien a menos que sea absolutamente necesario.
Ποτέ μην προδίδεις κάποιον εκτός αν είναι απόλυτα αναγκαίο.
Se dice que delatar es una forma de traición.
Η λέξη "delatar" προέρχεται από το λατινικό "delatare", που σημαίνει "να αποκαλύψεις" ή "να παραδώσεις".