delator - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

delator (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

delator: ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/de.laˈtoɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος delator χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που αποκαλύπτει ή καταγγέλλει (είτε ανώνυμα είτε δημοσίως) δραστηριότητες ή παραλείψεις άλλων, συνήθως σε νομικό ή ποινικό πλαίσιο. Η λέξη έχει μια πιο αρνητική χροιά, καθώς πιθανόν να συνδέεται με την προδοσία ή την καταγγελία κάποιου.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El delator reveló la verdad sobre el caso.
  2. Ο κατήγορος αποκάλυψε την αλήθεια σχετικά με την υπόθεση.

  3. Muchos temen las consecuencias de ser un delator.

  4. Πολλοί φοβούνται τις συνέπειες του να είναι κάποιος κατήγορος.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη delator χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, οι οποίες εκφράζουν τη σημασία της καταγγελίας ή της προδοσίας.

  1. Ser delator no es una virtud.
  2. Το να είσαι κατήγορος δεν είναι αρετή.

  3. El miedo a ser un delator puede silenciar la verdad.

  4. Ο φόβος να είσαι κατήγορος μπορεί να σιωπήσει την αλήθεια.

  5. En el mundo del crimen, el delator es considerado un traidor.

  6. Στον κόσμο του εγκλήματος, ο κατήγορος θεωρείται προδότης.

  7. Delatar a alguien puede tener graves consecuencias.

  8. Η καταγγελία κάποιου μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες.

  9. Algunos delatores reciben recompensas, pero pocos viven felices.

  10. Ορισμένοι κατήγοροι λαμβάνουν ανταμοιβές, αλλά λίγοι ζουν ευτυχισμένοι.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη delator προέρχεται από το λατινικό delator, που σημαίνει «αυτός που αναφέρει», το οποίο είναι παράγωγο του ρήματος delatare, που σημαίνει «αναφέρω» ή «καταγγέλλω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024