delator: ουσιαστικό.
/de.laˈtoɾ/
Ο όρος delator χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που αποκαλύπτει ή καταγγέλλει (είτε ανώνυμα είτε δημοσίως) δραστηριότητες ή παραλείψεις άλλων, συνήθως σε νομικό ή ποινικό πλαίσιο. Η λέξη έχει μια πιο αρνητική χροιά, καθώς πιθανόν να συνδέεται με την προδοσία ή την καταγγελία κάποιου.
Ο κατήγορος αποκάλυψε την αλήθεια σχετικά με την υπόθεση.
Muchos temen las consecuencias de ser un delator.
Η λέξη delator χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, οι οποίες εκφράζουν τη σημασία της καταγγελίας ή της προδοσίας.
Το να είσαι κατήγορος δεν είναι αρετή.
El miedo a ser un delator puede silenciar la verdad.
Ο φόβος να είσαι κατήγορος μπορεί να σιωπήσει την αλήθεια.
En el mundo del crimen, el delator es considerado un traidor.
Στον κόσμο του εγκλήματος, ο κατήγορος θεωρείται προδότης.
Delatar a alguien puede tener graves consecuencias.
Η καταγγελία κάποιου μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες.
Algunos delatores reciben recompensas, pero pocos viven felices.
Η λέξη delator προέρχεται από το λατινικό delator, που σημαίνει «αυτός που αναφέρει», το οποίο είναι παράγωγο του ρήματος delatare, που σημαίνει «αναφέρω» ή «καταγγέλλω».
Denunciante (καταγγέλλων)
Αντώνυμα: