Delegado (ουσιαστικό)
/δɛleˈɣaðo/
Η λέξη delegado αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει ανατεθεί να εκπροσωπεί ή να ενεργεί εκ μέρους άλλου ατόμου ή οργανισμού. Στο νομικό πλαίσιο, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερόμαστε σε άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί να αναλαμβάνουν συγκεκριμένες ευθύνες ή να υπογράφουν έγγραφα εκ μέρους κάποιου άλλου. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι υψηλή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
Ο αντιπρόσωπος της εταιρείας παρουσίασε μια έκθεση στη συνάντηση.
Necesitamos un delegado para representar nuestros intereses en la conferencia.
Η λέξη delegado χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στα Ισπανικά:
Ο αντιπρόσωπος της κοινότητας ήταν πολύ επιδραστικός στην απόφαση.
Sin un delegado adecuado, no podremos avanzar en el proyecto.
Χωρίς έναν κατάλληλο αντιπρόσωπο, δεν θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στο έργο.
El delegado político tiene que negociar con diferentes partes interesadas.
Ο πολιτικός αντιπρόσωπος χρειάζεται να διαπραγματευτεί με διάφορους ενδιαφερόμενους.
Es crucial elegir al delegado correcto para representar nuestros valores.
Η λέξη "delegado" προέρχεται από το ρήμα "delegar", το οποίο σημαίνει "να αναθέτω ή να μεταβιβάζω εξουσία ή καθήκον". Η ρίζα της λέξης είναι λατινική, από την λέξη "delegare", που έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Representante (εκπρόσωπος) - Apoderado (εξουσιοδοτημένος) - Enviado (απεσταλμένος)
Αντώνυμα: - Receptor (δέκτης) - Diyente (παρθένος / μη εξουσιοδοτημένος)
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια σαφή και πλήρη εικόνα της λέξης "delegado" στη γλώσσα Ισπανικά, τις χρήσεις και τις συναφείς έννοιες.