Ρήμα
/de.le.ˈɣaɾ/
Η λέξη "delegar" στα Ισπανικά σημαίνει την πράξη της ανάθεσης κάποιου έργου ή ευθύνης σε κάποιον άλλο. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της διαχείρισης, πολιτικής και δικαίου. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια – συναντάται σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά και νομικά πλαίσια.
"Es importante delegar tareas para una mejor gestión del tiempo."
"Είναι σημαντικό να αναθέτουμε εργασίες για καλύτερη διαχείριση του χρόνου."
"El director decidió delegar algunas responsabilidades a sus empleados."
"Ο διευθυντής αποφάσισε να παραχωρήσει κάποιες ευθύνες στους υπαλλήλους του."
"Si no delegas, no podrás avanzar en tu proyecto."
"Αν δεν αναθέσεις, δεν θα μπορέσεις να προχωρήσεις στο έργο σου."
Η λέξη "delegar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε έτοιμες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να φέρει νόημα σε συνδυασμούς που αναφέρονται στη διαχείριση ή στην ευθύνη.
"Delegar es confiar en las capacidades de otros."
"Η ανάθεση είναι να εμπιστεύεσαι τις ικανότητες των άλλων."
"Es esencial aprender a delegar para ser un buen líder."
"Είναι ουσιώδες να μάθεις να αναθέτεις για να είσαι ένας καλός ηγέτης."
"No podemos hacer todo; es mejor delegar ciertas tareas."
"Δεν μπορούμε να κάνουμε τα πάντα; είναι καλύτερα να αναθέσουμε ορισμένες εργασίες."
Η λέξη "delegar" προέρχεται από τα Λατινικά "delegare", που σημαίνει "να στείλω τη διαδικασία / να αναθέσω". Στη λάτινη εξέλιξη, η σημασία παρέμεινε σχεδόν η ίδια.
Συνώνυμα: - Asignar (αναθέτω) - Transferir (μεταβιβάζω)
Αντώνυμα: - Retener (κρατώ) - Aceptar (αποδέχομαι)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "delegar" στη γλώσσα Ισπανικά.