Το "deleitarse" είναι ρήμα.
/delai̯ˈtaɾ.se/
Η λέξη "deleitarse" σημαίνει να απολαμβάνεις κάτι σε μεγάλο βαθμό, να βρίσκεις ικανοποίηση ή ευχαρίστηση από μια εμπειρία ή δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανών και μπορεί να απαντηθεί στη γλώσσα είτε σε προφορικά είτε σε γραπτά κείμενα. Γενικά, χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά σε ανεπίσημες συζητήσεις.
Me deleito con la música clásica.
(Απολαμβάνω τη συχνότητα της κλασικής μουσικής.)
Ella se deleita en preparar postres para su familia.
(Αυτή ευχαριστιέται να ετοιμάζει γλυκά για την οικογένειά της.)
Nos deleitamos con un buen libro en la playa.
(Χαίρουμε με ένα καλό βιβλίο στην παραλία.)
Το "deleitarse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένα παραδείγματα είναι:
Cuando veo un buen espectáculo de danza, me deleito con cada movimiento.
(Όταν βλέπω ένα καλό χορευτικό, απολαμβάνω κάθε κίνηση.)
Delito de deleitarse.
(Ευχαρίστηση που προκαλεί ηδονή.)
A veces, el delito de deleitarse es lo mejor después de un día duro.
(Μερικές φορές, η ευχαρίστηση που προκαλεί ηδονή είναι το καλύτερο μετά από μια δύσκολη μέρα.)
Deleitarse los sentidos.
(Να απολαμβάνει τις αισθήσεις.)
El aroma del café recién hecho deleita los sentidos de todos en la casa.
(Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ απολαμβάνει τις αισθήσεις όλων στο σπίτι.)
Deleitarse en la compañía.
(Να απολαμβάνει την παρέα.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "delector", το οποίο σημαίνει "να ευχαριστιέμαι" ή "να ικανοποιούμαι".