Η λέξη "deleite" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /deˈleite/
Η λέξη "deleite" αναφέρεται σε μια κατάσταση ευχαρίστησης ή απόλαυσης, ιδιαίτερα όταν αυτή προέρχεται από κάτι όμορφο ή ευχάριστο. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο για να εκφράσει έντονα συναισθήματα απόλαυσης, μπορεί να σχετίζεται με γεύσεις, εμπειρίες ή τέχνη. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, και μπορεί να εκφραστεί και σε πιο ποιητικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα.
Η απόλαυση του να τρώει κανείς ένα καλό γλυκό είναι απερίγραπτη.
Encontré un deleite en la música clásica que no sabía que existía.
Η λέξη "deleite" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η ζωή είναι μια απόλαυση όταν απολαμβάνεις κάθε στιγμή.
Encontrar deleite en las pequeñas cosas hace la vida más hermosa.
Να βρίσκεις απόλαυση στα μικρά πράγματα κάνει τη ζωή πιο όμορφη.
Un buen libro es un deleite para el alma.
Ένα καλό βιβλίο είναι μια απόλαυση για την ψυχή.
La risa de un niño es siempre un deleite.
Η λέξη "deleite" προέρχεται από το λατινικό "delectare", που σημαίνει "να ευχαριστήσω" ή "να ευχαριστηθώ".
Συνώνυμα: - placer (ευχαρίστηση) - gozo (χαρά)
Αντώνυμα: - desagrado (δυσαρέσκεια) - sufrimiento (πόνος)