Το "deleznable" είναι επίθετο.
/δεˈlez.nα.βλε/
Η λέξη "deleznable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ανήθικο, απαράδεκτο ή μισητό. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό λόγο, όπως λογοτεχνικά κείμενα ή άρθρα γνώμης, και λιγότερο σε καθημερινές συνομιλίες.
Los actos deleznables de corrupción nunca deben ser tolerados.
(Οι απαράδεκτες πράξεις διαφθοράς δεν πρέπει ποτέ να γίνονται ανεκτές.)
Su comportamiento deleznable dejó una mala impresión en todos.
(Η μισητή συμπεριφορά του άφησε κακή εντύπωση σε όλους.)
Es deleznable atacar a personas por su apariencia.
(Είναι ακατάλληλο να επιτίθεσαι σε ανθρώπους λόγω της εμφάνισής τους.)
Η λέξη "deleznable" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε στενές ιδιωματικές φράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε πιο γενικές εκφράσεις για να τονίσει τη μισητή ή απαράδεκτη φύση κάποιου.
Actos deleznables que deberían ser condenados universalmente.
(Απαράδεκτες πράξεις που πρέπει να καταδικαστούν παγκοσμίως.)
La inmoralidad deleznable que se ve en nuestra sociedad debe ser combatida.
(Η μισητή ανηθικότητα που παρατηρείται στην κοινωνία μας πρέπει να πολεμηθεί.)
Cualquier justificación para un comportamiento deleznable es inaceptable.
(Οποιαδήποτε δικαιολόγηση για μια μισητή συμπεριφορά είναι απαράδεκτη.)
Η λέξη "deleznable" προέρχεται από το λατινικό "deletus," που σημαίνει "να αφαιρείς" ή "να καταστρέφεις". Αυτή η προέλευση συνδέει τη λέξη με την έννοια του αφανισμού ή της κακής ποιότητας.