Delgado είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /delˈɣaðo/
Η λέξη delgado χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει μειωμένο βάρος ή όγκο, συνήθως αναφερόμενος σε ανθρώπους με λεπτή σιλουέτα. Σημαντική χρήση της υπάρχει συχνά σε καταστάσεις που αναφέρονται στη φυσική εμφάνιση κάποιου, καθώς και σε κοινωνικά ή διατροφικά πλαίσια. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στις καθημερινές συνομιλίες αλλά και σε επίσημα κείμενα.
Αυτή είναι πολύ λεπτή και πάντα φοράει στενά ρούχα.
El niño delgado corre rápido y juega mucho.
Η λέξη delgado μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ αδύνατος.
Delgado y ágil.
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάποιον που είναι αδύνατος αλλά και πολύ ευκίνητος.
Hacer dieta para estar más delgado.
Αντίληψη που σχετίζεται με την προσπάθεια για απώλεια βάρους.
Un delgado entre fuertes.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάποιον που διαχωρίζεται από τους γύρω του λόγω της αδύνατης σιλουέτας του.
Delgadas líneas entre el amor y el odio.
Η λέξη delgado προέρχεται από τα λατινικά "delicatus", που σημαίνει "ευαίσθητος" ή "λεπτός".
Συνώνυμα: - Flaco (αδύνατος) - Sims (λεπτός)
Αντώνυμα: - Grueso (παχύ) - Robusto (ισχυρός)