deliberado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

deliberado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ðeliβeˈɾaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "deliberado" σημαίνει ότι κάτι έγινε ή σχεδιάστηκε σκόπιμα, με προσοχή ή πρόθεση. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ενέργειες που δεν είναι τυχαίες, αλλά αποτελούν προϊόν σκέψης ή σχεδιασμού. Στα Ισπανικά, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, καθώς έχει κοινή εφαρμογή σε διάφορους τομείς, όπως ο νόμος, η ηθική ή η ψυχολογία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La decisión fue deliberada y no impulsiva.
  2. Η απόφαση ήταν σκόπιμη και όχι παρορμητική.
  3. Él actuó de manera deliberada para evitar malentendidos.
  4. Ενεργούσε με τρόπο σκόπιμο για να αποφύγει παρεξηγήσεις.
  5. Su intervención fue deliberada para cambiar el rumbo de la conversación.
  6. Η παρέμβασή του ήταν σκόπιμη για να αλλάξει την κατεύθυνση της συζήτησης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "deliberado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Actuar de forma deliberada
  2. Σημασία: Να ενεργείς με σκόπιμο τρόπο.
  3. Πρόταση: Es importante actuar de forma deliberada al hacer negocios.

    • Είναι σημαντικό να ενεργείς σκόπιμα όταν κάνεις δουλειές.
  4. Someter a deliberación

  5. Σημασία: Να υποβάλλεις κάτι σε συζήτηση ή αξιολόγηση.
  6. Πρόταση: Se sometió a deliberación el nuevo proyecto.

    • Υποβλήθηκε σε συζήτηση το νέο σχέδιο.
  7. Deliberadamente ignorar

  8. Σημασία: Να αγνοείς κάτι σκόπιμα.
  9. Πρόταση: Deliberadamente ignoraron las advertencias de los expertos.
    • Αγνόησαν σκόπιμα τις προειδοποιήσεις των ειδικών.

Ετυμολογία

Η λέξη "deliberado" προέρχεται από το λατινικό "deliberatus", το οποίο σημαίνει "να σταθμίζεις" ή "να σκεφτείς προσεκτικά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- intencionado (εσκεμμένος)
- premeditado (προμελετημένος)

Αντώνυμα:
- accidental (τυχαίος)
- involuntario (ακούσιος)



23-07-2024