Επίθετο.
/ðeliβeˈɾaðo/
Η λέξη "deliberado" σημαίνει ότι κάτι έγινε ή σχεδιάστηκε σκόπιμα, με προσοχή ή πρόθεση. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ενέργειες που δεν είναι τυχαίες, αλλά αποτελούν προϊόν σκέψης ή σχεδιασμού. Στα Ισπανικά, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, καθώς έχει κοινή εφαρμογή σε διάφορους τομείς, όπως ο νόμος, η ηθική ή η ψυχολογία.
Η λέξη "deliberado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Πρόταση: Es importante actuar de forma deliberada al hacer negocios.
Someter a deliberación
Πρόταση: Se sometió a deliberación el nuevo proyecto.
Deliberadamente ignorar
Η λέξη "deliberado" προέρχεται από το λατινικό "deliberatus", το οποίο σημαίνει "να σταθμίζεις" ή "να σκεφτείς προσεκτικά".
Συνώνυμα:
- intencionado (εσκεμμένος)
- premeditado (προμελετημένος)
Αντώνυμα:
- accidental (τυχαίος)
- involuntario (ακούσιος)