Ο όρος "delicadeza" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [de.li.kaˈðe.θa]
Η λέξη "delicadeza" μεταφράζεται σε "ευαισθησία" ή "λεπτότητα" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ποιότητα του να είναι κανείς ευαίσθητος, τρυφερός ή προσεκτικός σε διάφορες καταστάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές ή καλλιτεχνικές αναφορές, καθώς και για να περιγράψει τις λεπτομέρειες σε κάτι που απαιτεί προσοχή και φροντίδα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο αλλά εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
"Η ευαισθησία της φωνής της με έκανε να νιώθω γαλήνη."
"Se necesita delicadeza para manejar este tipo de situaciones."
"Απαιτείται λεπτότητα για να διαχειριστεί κανείς αυτού του είδους τις καταστάσεις."
"La delicadeza del trabajo artístico es impresionante."
Η λέξη "delicadeza" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Να το προσέχεις με ευαισθησία."
"Manera de hablar con delicadeza."
"Τρόπος ομιλίας με χάρη."
"La delicadeza de un gesto."
"Η λεπτότητα μιας κίνησης."
"En la delicadeza de sus palabras se nota su educación."
Η λέξη "delicadeza" προέρχεται από το ισπανικό επίθετο "delicado", το οποίο σημαίνει "ευαίσθητος" ή "λεπτός". Σχηματίζεται προσθέτοντας την κατάληξη "-ez", που δηλώνει ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - Sensibilidad (ευαισθησία) - Ternura (τρυφερότητα) - Refinamiento (εκλεπτυσμός)
Αντώνυμα: - Dureza (σκληρότητα) - Grosería (αγένεια) - Brutalidad (ωμότητα)