delicioso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

delicioso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/deliˈθjoso/ (Ισπανικά της Ισπανίας)
/deliˈsjoʊsoʊ/ (Ισπανικά της Λατινικής Αμερικής)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "delicioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει εξαιρετική γεύση, κάτι που είναι πολύ ευχάριστο στον τομέα της γαστρονομίας. Συνήθως αναφέρεται σε φαγητό ή ποτό που προκαλεί ευχάριστες αισθήσεις κατά την κατανάλωσή του. Η χρήση της είναι συχνή καις στους δύο τομείς: στον προφορικό λόγο (όπως σε συζητήσεις για φαγητό) και στο γραπτό κείμενο (όπως σε εστιατορικές κριτικές ή γαστρονομικά άρθρα).

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Este plato es realmente delicioso.
    (Αυτό το πιάτο είναι πραγματικά νόστιμο.)

  2. Me encanta el helado, es tan delicioso.
    (Μου αρέσει το παγωτό, είναι τόσο απολαυστικό.)

  3. Comimos una pizza deliciosa en la nueva pizzería.
    (Φάγαμε μια νόστιμη πίτσα στην καινούργια πιτσαρία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "delicioso" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. "La vida es deliciosa."
    (Η ζωή είναι απολαυστική.)

  2. "Este vino es como un beso delicioso."
    (Αυτό το κρασί είναι σαν ένα νόστιμο φιλί.)

  3. "Disfruté de una tarde deliciosa con amigos."
    (Απόλαυσα μια απολαυστική απόγευμα με φίλους.)

  4. "El chocolate es una delicia deliciosa."
    (Η σοκολάτα είναι μια νόστιμη λιχουδιά.)

  5. "La comida en este restaurante es sencillamente deliciosa."
    (Το φαγητό σε αυτό το εστιατόριο είναι απλώς νόστιμο.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "delicioso" προέρχεται από το λατινικό "deliciosus", που σημαίνει «ευχάριστος» ή «ευπρόσδεκτος». Συνδέεται με τη ρίζα "delicia", που αναφέρεται σε σωματική ή πνευματική ευχαρίστηση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Sabroso (νόστιμος)
- Apetitoso (ελκυστικός για φαγητό)
- Exquisito (εκλεκτός)

Αντώνυμα:
- Desagradable (μη ευχάριστος)
- Insípido (άγευστος)
- Soso (άγευστος, χωρίς γεύση)



23-07-2024