Το "delimitar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [delimiˈtaɾ]
Η λέξη "delimitar" σημαίνει να καθορίσεις ή να οριοθετήσεις τα όρια ενός κάτι. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία καθορισμού φυσικών ή αφηρημένων συνόρων. Χρησιμοποιείται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, με μια ελαφριά προτίμηση στη γραπτή μορφή, ειδικά σε επίσημα ή νομικά κείμενα.
Είναι σημαντικό να οριοθετήσουμε τις περιοχές εργασίας πριν ξεκινήσουμε το έργο.
La ley delimita los derechos y obligaciones de los ciudadanos.
Η λέξη "delimitar" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα:
Το να οριοθετήσεις τους κινδύνους είναι θεμελιώδες για την ασφάλεια του έργου.
Debemos delimitar las responsabilidades de cada miembro del equipo.
Πρέπει να οριοθετήσουμε τις ευθύνες κάθε μέλους της ομάδας.
Delimitar las fronteras de un país es un trabajo delicado.
Η λέξη "delimitar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "limitare", η οποία προέρχεται από το "limes" που σημαίνει "όριο" ή "σύνορο".
Συνώνυμα: - determinar - establecer - marcar
Αντώνυμα: - confundir - diluir - ampliar
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τον συνδυασμό λέξεων "delimitar" με την απαιτούμενη λεπτομέρεια.