Delirante είναι επίθετο.
/ðeliˈɾante/
Η λέξη delirante χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι παραληρηματικό ή τρελό, είτε αναφέρεται σε γεγονότα, αφηγήσεις ή καταστάσεις που είναι πολύ ακραίες ή παράλογες. Είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό και γραπτό λόγο, ωστόσο, οι παραληρηματικές ή εξωφρενικές καταστάσεις τείνουν να εκφράζονται πιο συχνά στον προφορικό λόγο.
La fiesta fue tan delirante que nadie quería que terminara.
(Το πάρτι ήταν τόσο παραληρηματικό που κανείς δεν ήθελε να τελειώσει.)
Sus ideas son delirantes y poco prácticas.
(Οι ιδέες του είναι παραληρηματικές και μη πρακτικές.)
Vimos una película delirante que nos hizo reír mucho.
(Είδαμε μια παραληρηματική ταινία που μας έκανε να γελάσουμε πολύ.)
Delirante χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar en un delirio de grandeza.
(Να βρίσκεσαι σε παραληρηματική κατάσταση μεγαλομανίας.)
Αυτό αναφέρεται σε κάποιον που έχει υπερβολική αυτοεκτίμηση.
Hacer un delirio.
(Κάνω μια παραληρηματική πράξη.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ενέργεια που είναι υπερβολικά δραστική ή τρελή.
Delirio colectivo.
(Κοινοτικό παραλήρημα.)
Αναφέρεται σε κατάσταση όπου ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων ενθουσιάζεται ή απογοητεύεται με την ίδια ένταση.
Un estado de delirio.
(Αυτή είναι μια κατάσταση παραλήρησης.)
Αναφέρεται σε νοητική ή συναισθηματική κατάσταση που είναι εκτός ελέγχου.
Despertar delirio.
(Ξυπνάω παραληρηματικά συναισθήματα.)
Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός ενθουσιασμού που προκαλεί συναισθήματα που δεν μπορούν να ελεγχθούν.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "delirans" που σημαίνει "παραληρημένος" ή "να βγαίνεις από τον δρόμο", με τη ρίζα του "lira" που σχετίζεται με το να ξεφεύγεις από την κανονικότητα.
Συνώνυμα: - Excéntrico (ιδιόρρυθμος) - Insensato (παράλογος)
Αντώνυμα: - Razonable (λογικός) - Sensible (ευαίσθητος)