Delirio είναι ουσιαστικό και ανήκει στη γλώσσα Ισπανικά.
/[deˈliɾjo]/
Η λέξη delirio αναφέρεται σε μια κατάσταση διαταραχής της συνείδησης ή της ψυχικής λειτουργίας, κατά την οποία το άτομο παρουσιάζει υπερβολικές ή παραληρηματικές σκέψεις, έντονα συναισθήματα ή παραισθήσεις. Χρησιμοποιείται συνήθως στο πλαίσιο της ψυχιατρικής και της ιατρικής για να περιγράψει καταστάσεις που σχετίζονται με σοβαρές ψυχολογικές ή σωματικές παθήσεις. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να αναφερθεί σε υπερβολική ευτυχία ή ενθουσιασμό.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά εμφανίζεται σε ιατρικά ή ψυχιατρικά πλαίσια.
El paciente sufrió un delirio durante la fiebre alta.
(Ο ασθενής υπήρξε σε παραλήρημα κατά τη διάρκεια της υψηλής πυρετού.)
Hay momentos en que la felicidad se transforma en delirio.
(Υπάρχουν στιγμές που η ευτυχία μετατρέπεται σε παραλήρημα.)
El delirio de la multitud era evidente durante el concierto.
(Το παραλήρημα του πλήθους ήταν προφανές κατά τη διάρκεια της συναυλίας.)
Η λέξη delirio μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν έντονα συναισθήματα ή καταστάσεις:
Delirio colectivo:
(Συλλογικό παραλήρημα)
La victoria del equipo provocó un delirio colectivo en la ciudad.
(Η νίκη της ομάδας προκάλεσε συλλογικό παραλήρημα στην πόλη.)
Delirio de grandeza:
(Παραλήρημα μεγαλομανίας)
Sus ideas eran un delirio de grandeza que lo llevó al fracaso.
(Οι ιδέες του ήταν ένα παραλήρημα μεγαλομανίας που τον οδήγησε στην αποτυχία.)
Estar en un delirio:
(Να είσαι σε παραλήρημα)
Ella estaba en un delirio de felicidad después de recibir la noticia.
(Ήταν σε παραλήρημα χαράς μετά την είδηση.)
Η λέξη delirio προέρχεται από το λατινικό delirium, που σημαίνει «ακαταστασία» ή «παραλήρημα», που με τη σειρά του προέρχεται από το de- (εκτός) και lirare (να κουνάς).
Συνώνυμα:
- Excitación
- Euforia
- Frenesí
Αντώνυμα:
- Calma
- Serenidad
- Tranquilidad