delito: ουσιαστικό
[deˈlito]
Η λέξη delito αναφέρεται σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που είναι αντίθετη προς το νόμο και είναι επιβλητέα ποινές από το κράτος. Χρησιμοποιείται σε νομικά και καθημερινά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αυξημένη στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται επίσης στο προφορικό λόγο.
El delito de robo es muy común en las grandes ciudades.
Το έγκλημα της κλοπής είναι πολύ κοινό στις μεγάλες πόλεις.
La policía está investigando un delito grave en el vecindario.
Η αστυνομία ερευνά ένα σοβαρό έγκλημα στη γειτονιά.
Si cometiste un delito, tendrás que enfrentarte a las consecuencias.
Αν διέπραξες ένα έγκλημα, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες.
Η λέξη delito εμφανίζεται σε αρκετές ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Delito de opinión"
Έγκλημα γνώμης
Αναφέρεται σε πράξεις ή δηλώσεις οι οποίες είναι ποινικοποιημένες λόγω του περιεχομένου τους.
"No hay delito si no hay prueba"
Δεν υπάρχει έγκλημα αν δεν υπάρχει απόδειξη
Το δικαίωμα στην υπεράσπιση και τα στοιχεία είναι καθοριστικά σε μια περίπτωση.
"Delito menor"
Μικρό έγκλημα
Αναφέρεται σε εγκλήματα που επιφέρουν μικρότερες ποινές, όπως παραβάσεις του κοδίκων.
"Delito mayor"
Σοβαρό έγκλημα
Εγκλήματα που συνεπάγονται σοβαρές ποινές, όπως ανθρωποκτονία ή βιασμός.
"Delito pasional"
Παθιασμένο έγκλημα
Αναφέρεται σε εγκλήματα που διαπράττονται λόγω έντονων συναισθημάτων, όπως η ζήλια.
Η λέξη delito προέρχεται από το λατινικό delictum, το οποίο σημαίνει "παράβαση" ή "αδίκημα".