Το "demandante" είναι ουσιαστικό.
[de.manˈdante]
Στην ισπανική γλώσσα, "demandante" αναφέρεται σε κάποιον που καταθέτει μια αγωγή ή μια νομική αίτηση. Είναι ο άνθρωπος που επιδιώκει νομικές διαδικασίες για να ζητήσει αποζημίωση ή άλλη μορφή νομικής αναγνώρισης.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο νομικό πλαίσιο και είναι πιο συχνή σε γραπτές νομικές αναφορές ή διαδικαστικά έγγραφα παρά στον προφορικό λόγο.
El demandante presentó su caso ante el juez.
(Ο ενάγων παρουσίασε την υπόθεσή του ενώπιον του δικαστή.)
El abogado del demandante argumentó que había pruebas suficientes.
(Ο δικηγόρος του ενάγοντος υποστήριξε ότι υπήρχαν αρκετές αποδείξεις.)
El demandante busca una indemnización por daños.
(Ο ενάγων ζητά αποζημίωση για ζημιές.)
Η λέξη "demandante" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και στρατηγικές που σχετίζονται με νομικές διαδικασίες.
"El demandante tiene el derecho de ser escuchado."
(Ο ενάγων έχει το δικαίωμα να ακουστεί.)
"Un demandante bien preparado puede ganar su caso."
(Ένας καλά προετοιμασμένος ενάγων μπορεί να κερδίσει την υπόθεσή του.)
"El rol del demandante es crucial en un juicio."
(Ο ρόλος του ενάγοντος είναι κρίσιμος σε μια δίκη.)
"El demandante debe presentar pruebas sólidas."
(Ο ενάγων πρέπει να παρουσιάσει ισχυρές αποδείξεις.)
"El éxito del demandante depende de su estrategia legal."
(Η επιτυχία του ενάγοντος εξαρτάται από τη νομική του στρατηγική.)
"Cada demandante puede tener diferentes motivos para presentar su caso."
(Κάθε ενάγων μπορεί να έχει διαφορετικά κίνητρα για να παρουσιάσει την υπόθεσή του.)
Η λέξη "demandante" προέρχεται από το ρήμα "demandar", που σημαίνει "να ζητάω" ή "να απαιτώ". Προσαρμόστηκε για να αναφέρεται σε κάποιον που ζητάει κάτι επίσημα, ιδίως σε νομικό πλαίσιο.