Το "demandas" είναι ουσιαστικό της πληθυντικής μορφής (δηλαδή μιλάμε για "αιτήσεις" ή "ζητήσεις") και προέρχεται από το ρήμα "demandar", που σημαίνει "ζητώ" ή "προκαλώ".
/demɑɪ̯ˈðas/
Η λέξη "demandas" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των νομικών και οικονομικών. Συχνά αναφέρεται σε αιτήματα ή απαιτήσεις που υποβάλλονται από άτομα ή οργανισμούς, είτε στη δικαστική διαδικασία είτε σχετικά με τις ανάγκες ή τις προσδοκίες της αγοράς. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά αναφέρεται και σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα σε νομικά ή οικονομικά θέματα.
Las demandas de los trabajadores son justas.
(Οι απαιτήσεις των εργαζομένων είναι δίκαιες.)
Las demandas en el mercado han aumentado este año.
(Οι αιτήσεις στην αγορά έχουν αυξηθεί φέτος.)
Las demandas legales pueden llevar tiempo para resolverse.
(Οι νομικές αγωγές μπορεί να απαιτούν χρόνο για να επιλυθούν.)
Ο όρος "demandas" εμφανίζεται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σε σχέση με το νομικό και οικονομικό πλαίσιο.
Presentar demandas
(Υποβάλλω αγωγές)
“El abogado decidió presentar demandas en nombre de sus clientes.”
(Ο δικηγόρος αποφάσισε να υποβάλει αγωγές εκ μέρους των πελατών του.)
Demandas colectivas
(Ομαδικές αγωγές)
“Las demandas colectivas son comunes en casos de derecho del consumidor.”
(Οι ομαδικές αγωγές είναι κοινές σε περιπτώσεις καταναλωτικού δικαίου.)
Satisfacer demandas
(Ικανοποιώ απαιτήσεις)
“La empresa ha trabajado duro para satisfacer demandas de sus clientes.”
(Η εταιρεία εργάστηκε σκληρά για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των πελατών της.)
Η λέξη "demandas" προέρχεται από το ρημα "demandar", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "demandare", που σημαίνει "παραγγέλλω" ή "διορίζω".
Συνώνυμα: - solicitudes (αιτήσεις) - reclamaciones (απαιτήσεις)
Αντώνυμα: - ofrecimientos (προτάσεις) - donaciones (δωρεές)