demencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

demencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Demencia είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/demˈenθja/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη demencia αναφέρεται σε έναν ορισμένο τύπο γνωστικής διαταραχής που επηρεάζει τη μνήμη, τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Οι άνθρωποι με άνοια μπορεί να έχουν δυσκολία να εκτελέσουν καθημερινές δραστηριότητες και να αντιμετωπίζουν προκλητικά σημεία στη ζωή τους. Η χρήση της λέξης είναι συνήθως κλινική ή ψυχολογική και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό αλλά και στο γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La demencia es un problema de salud pública en muchas sociedades.
  2. Η άνοια είναι ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας σε πολλές κοινωνίες.

  3. Los síntomas de la demencia pueden incluir pérdida de memoria y confusión.

  4. Τα συμπτώματα της άνοιας μπορεί να περιλαμβάνουν απώλεια μνήμης και σύγχυση.

  5. Es importante buscar ayuda si sospechas que alguien está sufriendo de demencia.

  6. Είναι σημαντικό να ζητήσεις βοήθεια αν υποπτεύεσαι ότι κάποιος υποφέρει από άνοια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. "Vivir con demencia"
  2. El hospital se especializa en cuidados para personas que viven con demencia.
  3. Το νοσοκομείο ειδικεύεται στη φροντίδα ατόμων που ζουν με άνοια.

  4. "Prevenir la demencia"

  5. Hacer ejercicio y llevar una dieta sana puede ayudar a prevenir la demencia.
  6. Η άσκηση και η υγιεινή διατροφή μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη της άνοιας.

Ετυμολογία

Η λέξη demencia προέρχεται από το λατινικό dementia, που σημαίνει "έλλειψη λογικής" ή "τρέλα", από τη ρίζα de- (ιδέα απομάκρυνσης) + mens (νους).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Desvarío - Locura

Αντώνυμα: - Raciocinio - Sensatez

Η λέξη "demencia" χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της ιατρικής, ψυχολογίας και κοινωνικών υπηρεσιών. Είναι ουσιώδης για την κατανόηση και την αναγνώριση των οριακών γνωστικών δυσκολιών.



23-07-2024