Demencia είναι ουσιαστικό.
/demˈenθja/
Η λέξη demencia αναφέρεται σε έναν ορισμένο τύπο γνωστικής διαταραχής που επηρεάζει τη μνήμη, τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Οι άνθρωποι με άνοια μπορεί να έχουν δυσκολία να εκτελέσουν καθημερινές δραστηριότητες και να αντιμετωπίζουν προκλητικά σημεία στη ζωή τους. Η χρήση της λέξης είναι συνήθως κλινική ή ψυχολογική και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό αλλά και στο γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.
Η άνοια είναι ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας σε πολλές κοινωνίες.
Los síntomas de la demencia pueden incluir pérdida de memoria y confusión.
Τα συμπτώματα της άνοιας μπορεί να περιλαμβάνουν απώλεια μνήμης και σύγχυση.
Es importante buscar ayuda si sospechas que alguien está sufriendo de demencia.
Το νοσοκομείο ειδικεύεται στη φροντίδα ατόμων που ζουν με άνοια.
"Prevenir la demencia"
Η λέξη demencia προέρχεται από το λατινικό dementia, που σημαίνει "έλλειψη λογικής" ή "τρέλα", από τη ρίζα de- (ιδέα απομάκρυνσης) + mens (νους).
Συνώνυμα: - Desvarío - Locura
Αντώνυμα: - Raciocinio - Sensatez
Η λέξη "demencia" χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της ιατρικής, ψυχολογίας και κοινωνικών υπηρεσιών. Είναι ουσιώδης για την κατανόηση και την αναγνώριση των οριακών γνωστικών δυσκολιών.