Η λέξη "demoledor" είναι ένα ουσιαστικό καθώς επίσης και επίθετο. Στην περίπτωση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, αναφέρεται σε μια μηχανή που καταστρέφει κτίρια ή σε κάποιον που προκαλεί καταστροφή. Ως επίθετο, σημαίνει "καταστροφικός".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "demoledor" είναι [de.mo.leˈðor] σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "demoledor" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει μηχανές ή άτομα που προκαλούν καταστροφή σε κτίρια ή δομές. Στη στρατιωτική ορολογία, μπορεί να αναφέρεται σε όρους ή μονάδες που είναι υπεύθυνες για την καταστροφή εχθρικών εγκαταστάσεων. Στη γλωσσολογία, η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση της σε τεχνικά ή επαγγελματικά κείμενα.
"El demoledor arrasó con el antiguo edificio."
"Ο καταστροφέας κατέστρεψε το παλιό κτίριο."
"La operación fue liderada por unidades demoledoras."
"Η επιχείρηση καθοδηγήθηκε από καταστροφικές μονάδες."
Η λέξη "demoledor" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει καταστάσεις ή άτομα που έχουν καταστροφική επίδραση. Παρακάτω είναι μερικές προτάσεις:
"Su fracaso fue un impacto demoledor en la industria."
"Η αποτυχία του ήταν μια καταστροφική επίπτωση στη βιομηχανία."
"El demoledor discurso del líder motivó a sus soldados."
"Η καταστροφική ομιλία του ηγέτη ενέπνευσε τους στρατιώτες του."
"El hecho de perder el juego fue demoledor para el equipo."
"Η ήττα στον αγώνα ήταν καταστροφική για την ομάδα."
Η λέξη "demoledor" προέρχεται από το ρήμα "demoler", που σημαίνει "καταστρέφω" ή "κατεδαφίζω", και συνδέεται με τη λατινική ρίζα "demoliri", που έχει τον ίδιο σημασιολογικό πυρήνα.
Συνώνυμα: - Destruidor - Aniquilador - Devastador
Αντώνυμα: - Constructor - Edificador - Restaurador
Αυτά τα στοιχεία αφορούν τον όρο "demoledor" και την χρήση του στην ισπανική γλώσσα.