Η λέξη "demostrativo" είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "demostrativo" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι:
/demostɾaˈtivo/
Η λέξη "demostrativo" χρησιμοποιείται στον τομέα της γραμματικής για να αναφερθεί σε λέξεις που χρησιμοποιούν για να δείξουν ή να επισημάνουν κάτι, όπως τα δείκτες (π.χ. "αυτός", "αυτή", "εκείνο"). Επίσης, μπορεί να αναφερθεί γενικά σε κάτι που αποδεικνύει ή επισημαίνει μια κατάσταση ή γεγονός.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
"El pronombre demostrativo se utiliza para señalar algo."
"Ο δεικτικός αντωνυμία χρησιμοποιείται για να επισημάνει κάτι."
"Los adjetivos demostrativos son importantes en el idioma español."
"Τα δεικτικά επίθετα είναι σημαντικά στη γλώσσα των ισπανικών."
Η λέξη "demostrativo" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλα στοιχεία της γλώσσας για να σχηματίσει προτάσεις που τονίζουν τη λειτουργία ή τη σημασία της απόδειξης.
"Un hecho demostrativo es esencial para convencer."
"Ένα αποδεικτικό γεγονός είναι απαραίτητο για να πείσει."
"La presentación incluía varios ejemplos demostrativos."
"Η παρουσίαση περιλάμβανε διάφορα αποδεικτικά παραδείγματα."
"En un juicio, se necesitan pruebas demostrativas."
"Σε μια δίκη, χρειάζονται αποδεικτικά στοιχεία."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "demonstrativus", το οποίο σημαίνει "αυτό που αποδεικνύει". Η προέλευση αυτή συνδέεται με τη ρίζα "demonstrar", που σημαίνει "να αποδείξει" ή "να δείξει".