Το "denegar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /de.neˈɣaɾ/
Η λέξη "denegar" σημαίνει να αρνηθείς ή να απορρίψεις κάτι. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συνήθως σε νομικά συμφραζόμενα, αλλά επίσης και σε καθημερινές καταστάσεις όπου κάποιος αρνείται κάτι ή δεν παραχωρεί κάποια αποδοχή. Χρησιμοποιείται συχνά και στους δυο τύπους λόγου, αλλά είναι πιο διαδεδομένο σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε νομικές ή επίσημες διαδικασίες.
Ο δικαστής αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα για αποφυλάκιση υπό όρους.
La empresa va a denegar tu solicitud de empleo.
Η λέξη "denegar" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που ενσωματώνει:
Αρνούμαι την πρόσβαση σε μια ιστοσελίδα.
Denegar un servicio al cliente.
Αρνούμαι μια υπηρεσία σε πελάτη.
Denegar la responsabilidad.
Το "denegar" προέρχεται από τα λατινικά "denegare", το οποίο σημαίνει "να αρνηθείς".
Συνώνυμα: - rechazar (απορρίπτω) - negar (αρνούμαι)
Αντώνυμα: - aceptar (αποδέχομαι) - conceder (παραχωρώ)