denigrar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

denigrar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "denigrar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/deniˈɣɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "denigrar" σημαίνει να μειώνεις την αξία ή τη φήμη κάποιου ή κάτι, συχνά με κακή ή ψευδή κριτική. Χρησιμοποιείται συχνά και στο νομικό πλαίσιο, όπου παραβαίνει την ηθική ή νομική υπευθυνότητα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο και έχει αρκετή συχνότητα χρήσης σε δημόσιες ή επαγγελματικές συζητήσεις, ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με την κριτική ή την νομική ευθύνη.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. La prensa puede denigrar la reputación de una persona.
  2. Ο Τύπος μπορεί να υποτιμήσει τη φήμη ενός ατόμου.

  3. No deberías denigrar a tus compañeros en el trabajo.

  4. Δεν θα έπρεπε να κατακρίνεις τους συνεργάτες σου στη δουλειά.

  5. Es fácil denigrar a alguien cuando no se entiende su situación.

  6. Είναι εύκολο να αμφισβητήσεις κάποιον όταν δεν κατανοείς την κατάσταση του.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "denigrar" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τονίσει καταστάσεις όπου η υποτίμηση ή η αποτίμηση άλλων είναι παρούσα. Ακολουθούν μερικές χρήσιμες προτάσεις με περιεχομένο "denigrar".

  1. Es un error denigrar a los demás sin conocer sus luchas.
  2. Είναι λάθος να υποτιμάς τους άλλους χωρίς να γνωρίζεις τους αγώνες τους.

  3. Nunca deberías denigrar a alguien solo porque tiene una opinión diferente.

  4. Ποτέ δεν θα πρέπει να υποτιμάς κάποιον απλώς και μόνο επειδή έχει διαφορετική άποψη.

  5. Denigrar no construye, solo destruye.

  6. Η υποτίμηση δεν χτίζει, μόνο καταστρέφει.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "denigrar" προέρχεται από την Λατινική λέξη "denigrare", όπου "de" σημαίνει "από" και "nigrare" σημαίνει "μαυρίζω". Έτσι, προέρχεται με την έννοια του "να κάνει κάτι πιο σκοτεινό" ή "να θολώσει την εικόνα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - despreciar (υποτιμώ) - difamar (κατασυκοφάντω) - menospreciar (μειώνω την αξία)

Αντώνυμα: - alabar (επαινώ) - elevar (ανυψώ) - respetar (σέβομαι)



23-07-2024