Το "denostar" είναι ρήμα.
/deno'staɾ/
Η λέξη "denostar" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να δηλώσει την πράξη της αποδοκιμασίας ή της κατακρίσεως κάποιου ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, αλλά έχει μεγαλύτερη επίδραση στο γραπτό κείμενο, όπου οι διατυπώσεις είναι περισσότερο αναλυτικές. Η συχνότητα χρήσης της δεν είναι πάρα πολύ υψηλή, αλλά εμφανίζεται κυρίως σε πολιτικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα, καθώς και σε κείμενα που αφορούν κοινωνική κριτική.
Es importante denostar las injusticias en la sociedad.
(Είναι σημαντικό να αποδοκιμάζουμε τις αδικίες στην κοινωνία.)
Muchas veces, la gente tiende a denostar lo que no comprende.
(Πολλές φορές, οι άνθρωποι τείνουν να κατακρίνουν ό,τι δεν κατανοούν.)
Η λέξη "denostar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες εκφράσεις και συζητήσεις που σχετίζονται με την κριτική ή την αποδοκιμασία.
Denostar el pasado no ayuda a construir un futuro mejor.
(Η αποδοκιμασία του παρελθόντος δεν βοηθά στην οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος.)
A veces, denostar a la oposición puede generar más divisiones.
(Κάποιες φορές, η κατακρίση της αντιπολίτευσης μπορεί να δημιουργήσει περισσότερες διαιρέσεις.)
No debemos denostar a aquellos que tienen opiniones diferentes.
(Δεν πρέπει να αποδοκιμάζουμε εκείνους που έχουν διαφορετικές απόψεις.)
Η λέξη "denostar" προέρχεται από το λατινικό "denostare", το οποίο σημαίνει "να κατακρίνω" ή "να αποδοκιμάζω". Η ρίζα "nóstare" σχετίζεται με την έννοια της κατηγορίας ή της κριτικής.
Συνώνυμα: - criticar - desaprobar - descalificar
Αντώνυμα: - elogiar - aprobar - alabar