denotar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

denotar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό / Ρήμα

Φωνητική απόδοση

de.noˈtaɾ

Σημασίες

Το ρήμα "denotar" στα ισπανικά χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει, να εκφράσει ή να καταγράψει κάτι, κυρίως με στόχο να δώσει ενδείξεις ή να δηλώσει κάτι.

Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο παρουσιάζει μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης στον γραπτό λόγο.

Χρήση σε ρηματικούς χρόνους

Παρακάτω παρουσιάζονται οι διάφοροι χρόνοι του ρήματος "denotar" στα ισπανικά: - Presente: denoto, denotas, denota, denotamos, denotáis, denotan - Pretérito perfecto simple: denoté, denotaste, denotó, denotamos, denotasteis, denotaron - Futuro: denotaré, denotarás, denotará, denotaremos, denotaréis, denotarán

Μεταφράσεις στα ελληνικά

Παραδείγματα

  1. Por favor, denota en el mapa el lugar donde nos encontramos. (Παρακαλώ, υποδηλώστε στο χάρτη την τοποθεσία όπου βρισκόμαστε.)
  2. Las señales denotan peligro, debemos tener cuidado. (Οι πινακίδες υποδηλώνουν κίνδυνο, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.)

Ρήμα σε ιδιωματικές εκφράσεις

Το ρήμα "denotar" συμμετέχει σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Παρακάτω παρουσιάζονται μερικά παραδείγματα:

  1. "Eso denota falta de interés" (Αυτό υποδηλώνει έλλειψη ενδιαφέροντος)
  2. "La sonrisa denotaba complicidad" (Το χαμόγελο υποδήλωνε συνεννόηση)
  3. "Su actitud denota inseguridad" (Η στάση του υποδηλώνει ανασφάλεια)
  4. "Ese gesto denota hostilidad" (Αυτή η κίνηση υποδηλώνει εχθρικότητα)

Ετυμολογία

Το ρήμα "denotar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "denotāre", το οποίο σημαίνει "να υποδηλώνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Indicar - Señalar - Expresar

Αντώνυμα: - Ocultar - Encubrir