Η λέξη "densidad" στα ισπανικά αναφέρεται στην πυκνότητα, δηλαδή την ποσότητα μιας ουσίας ανά μονάδα όγκου. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στη φυσική και χημεία, αλλά και στην ιατρική για να περιγράψει, για παράδειγμα, την πυκνότητα των οστών. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Η πυκνότητα του νερού είναι ένα κιλό ανά λίτρο.
La densidad ósea es un factor importante para la salud de los huesos.
Η λέξη "densidad" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αν και οι ιδιωματισμοί σχετίζονται συνήθως με άλλα συμφραζόμενα.
"Η πυκνότητα του πληθυσμού σε αυτήν την περιοχή είναι πολύ υψηλή."
Densidad de conocimiento
"Η πυκνότητα γνώσης σε αυτό το πανεπιστήμιο είναι εντυπωσιακή."
Baja densidad
Η λέξη "densidad" προέρχεται από το λατινικό "densus" που σημαίνει "παχύς" ή "συμπαγής".
Composición (σύνθεση)
Αντώνυμα: