Το "denso" είναι επίθετο.
/hεn.so/
Η λέξη "denso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μεγάλη πυκνότητα ή είναι γεμάτο χωρίς να έχει κενά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για φυσικά και αφηρημένα αντικείμενα. Είναι αρκετά συνηθισμένη στη γλώσσα Ισπανικά, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El aire en la montaña es denso y fresco.
Ο αέρας στο βουνό είναι πυκνός και φρέσκος.
La niebla era tan densa que no podíamos ver nada.
Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα.
Este líquido es denso y espeso, parece miel.
Αυτό το υγρό είναι πυκνό και παχύ, μοιάζει με μέλι.
Η λέξη "denso" είναι λιγότερο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες περιπτώσεις:
Pensar en algo denso.
Να σκέφτεσαι κάτι πυκνό.
(να κάνεις περίπλοκες σκέψεις)
Un discurso denso.
Ένας πυκνός λόγος.
(ένας λόγος που είναι δύσκολος να ακολουθηθεί)
Una trama densa.
Μια πυκνή πλοκή.
(μια πλοκή που είναι πολύ περίπλοκη)
Η λέξη "denso" προέρχεται από το λατινικό "densus", το οποίο έχει παρόμοια έννοια σχετική με την πυκνότητα.