Η λέξη "dentadora" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "dentadora" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /den.taˈðo.ɾa/
Η λέξη "dentadora" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί στην οδοντοστοιχία ή στην οδοντιατρική εργασία. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια και μπορεί να χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο όταν γίνεται αναφορά σε ιατρικά ή τεχνικά θέματα.
Συχνά επισκέπτομαι τον οδοντιατρό για την dentadora μου.
(Συχνά επισκέπτομαι τον οδοντίατρο για την οδοντοστοιχία μου.)
Η dentadora της ήταν παλιά και χρειάστηκε αντικατάσταση.
(Η οδοντοστοιχία της ήταν παλιά και χρειάστηκε αντικατάσταση.)
Η σωστή φροντίδα για την dentadora είναι σημαντική.
(Η σωστή φροντίδα για την οδοντοστοιχία είναι σημαντική.)
Η λέξη "dentadora" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις ισπανικά, ωστόσο, μερικές φορές χρησιμοποιείται σε πλαίσια που αφορούν την οδοντιατρική υγεία. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που συνδυάζουν τη λέξη σε παρόμοια συμφραζόμενα.
La dentadora debe ser revisada anualmente.
(Η οδοντοστοιχία πρέπει να ελέγχεται κάθε χρόνο.)
Con una buena dentadora, puedes comer de todo.
(Με καλή οδοντοστοιχία, μπορείς να τρως τα πάντα.)
Es importante mantener la dentadora limpia.
(Είναι σημαντικό να διατηρείται καθαρή η οδοντοστοιχία.)
Me siento incómoda con mi dentadora nueva.
(Νιώθω άβολα με την καινούργια μου οδοντοστοιχία.)
Η λέξη "dentadora" προέρχεται από τη βασική λέξη "dentar", που σημαίνει "σχετίζεται με τα δόντια" και το κατάληξη "-ora", που συχνά χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει εργαλεία ή αντικείμενα που εκτελούν μια συγκεκριμένη λειτουργία.
"Dientes postizos" (τεχνητά δόντια)
Αντώνυμα: