Η λέξη "dentadura" είναι ουσιαστικό.
/den.taˈðu.ɾa/
Η λέξη "dentadura" αναφέρεται στο σύνολο των δοντιών ενός ατόμου, είτε φυσικών είτε τεχνητών (π.χ. οδοντοστοιχίες). Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των οδοντιάτρων και γενικότερα στον ιατρικό τομέα. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό κείμενο, αλλά και στον προφορικό λόγο δεν είναι σπάνια.
La dentadura de mi abuelo es postiza.
(Η οδοντοστοιχία του παππού μου είναι τεχνητή.)
Necesito una revisión de mi dentadura.
(Χρειάζομαι έναν έλεγχο της οδοντοστοιχίας μου.)
La dentadura mal cuidada puede causar problemas de salud.
(Η κακώς φροντισμένη οδοντοστοιχία μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας.)
Η λέξη "dentadura" δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω θα βρείτε μερικές χρήσιμες προτάσεις:
¡Cuida tu dentadura, que es muy importante!
(Φρόντισε την οδοντοστοιχία σου, είναι πολύ σημαντική!)
Me dolía tanto la dentadura que no podía comer.
(Με πονούσε τόσο πολύ η οδοντοστοιχία μου που δεν μπορούσα να φάω.)
La dentadura de hierro fue un regalo que me hicieron.
(Η οδοντοστοιχία από σίδηρο ήταν ένα δώρο που μου έκαναν.)
Η λέξη "dentadura" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dentatura", η οποία έχει τη ρίζα της στη λέξη "dens", που σημαίνει "δόντι".
Συνώνυμα: - Oclusor - Protesis dental
Αντώνυμα: - Desdentado (χωρίς δόντια)