Dental: Επίθετο
[ˈdentaɫ]
Η λέξη "dental" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τα δόντια. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικό και οδοντιατρικό πλαίσιο, προκειμένου να περιγράψει διαδικασίες, εργαλεία ή περαιτέρω πληροφορίες σχετικές με την υγεία των δοντιών. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιατρικά έγγραφα και άρθρα.
Η οδοντιατρική εξέταση είναι πολύ σημαντική για την στοματική υγεία.
Necesito una limpieza dental antes de mi cita.
Η λέξη "dental" χρησιμοποιείται μέσα σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν αναφορές σε οδοντιατρικές διαδικασίες ή σε ζητήματα που σχετίζονται με δόντια:
Η απώλεια δοντιών μπορεί να είναι ένα σημάδι κακής υγείας.
Trabajo dental
Η οδοντική εργασία μπορεί να είναι δαπανηρή, αλλά είναι απαραίτητη.
Salud dental
Είναι θεμελιώδες να φροντίζουμε την οδοντική μας υγεία.
Consulta dental
Έχω προγραμματισμένο ραντεβού οδοντίατρο για αύριο.
Higiene dental
Η λέξη "dental" προέρχεται από το λατινικό "dentalis", που σημαίνει "σχετικός με τα δόντια", το οποίο πηγάζει από το "dens, dentis" που σημαίνει "δόντι".
Συνώνυμα: - Odontológico (οδοντιατρικός) - Bucal (στοματικός)
Αντώνυμα: Η λέξη "dental" δεν έχει άμεσα αντώνυμα, αλλά μπορεί να σχετίζεται με όρους που περιγράφουν άλλες περιοχές του σώματος, όπως "corporal" (σχετικός με το σώμα).
Αυτές οι πληροφορίες για τη λέξη "dental" μπορούν να είναι χρήσιμες σε διάφορους τομείς όπως η ιατρική, η οδοντιατρική ή η καθημερινή ζωή.