Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "dentellear" είναι /denteˈʝeaɾ/.
Μετάφραση
Η λέξη "dentellear" μεταφράζεται ως "οδοντώνω" στα Ελληνικά.
Σημασία
Το ρήμα "dentellear" στα Ισπανικά σημαίνει να δαντελώνω ή να κάνω κάτι να μοιάζει σαν δαντέλα. Χρησιμοποιείται σπάνια στον προφορικό λόγο και περισσότερο σε γραπτά κείμενα.
Παραδειγματικές Προτάσεις
Se le ocurrió dentellear el papel para hacerlo más bonito. (Σκέφτηκε να δαντελώσει το χαρτί για να το κάνει πιο όμορφο.)
La artista dentellea telas haciendo creaciones únicas. (Η καλλιτέχνις δαντελώνει υφάσματα φτιάχνοντας μοναδικές δημιουργίες.)
Ετυμολογία
Η λέξη "dentellear" προέρχεται από την ισπανική λέξη "encaje de bolillos" που σημαίνει δαντέλα με καρτέλες.