Η λέξη "dependencias" είναι ουσιαστικό.
[depenˈðenθjas] (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή [depenˈdensjas] (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "dependencias" αναφέρεται στις καταστάσεις ή τις σχέσεις εξάρτησης από κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πεδία, όπως η ψυχολογία (εξαρτησιογόνες ουσίες), η κοινωνιολογία (κοινωνικές και οικονομικές εξαρτήσεις) και η πληροφορική (εξαρτήσεις λογισμικού).
Συχνότητα χρήσης: Μεγάλη, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Οι συναισθηματικές εξαρτήσεις μπορούν να επηρεάσουν την ψυχική υγεία.
En programación, las dependencias de software deben ser gestionadas cuidadosamente.
Η λέξη "dependencias" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Το να ζεις σε οικονομικές εξαρτήσεις μπορεί να είναι πολύ δύσκολο.
Las dependencias familiares pueden influir en las decisiones de vida.
Οι οικογενειακές εξαρτήσεις μπορεί να επηρεάσουν τις επιλογές ζωής.
Es importante reconocer las dependencias que tenemos en nuestra vida diaria.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις εξαρτήσεις που έχουμε στην καθημερινή μας ζωή.
Interrumpir las dependencias tóxicas es esencial para el bienestar.
Η διακοπή των τοξικών εξαρτήσεων είναι ουσιώδης για την ευημερία.
Las dependencias en las relaciones pueden llevar a problemas serios.
Οι εξαρτήσεις στις σχέσεις μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρά προβλήματα.
Superar las dependencias es un proceso que requiere tiempo y esfuerzo.
Η λέξη "dependencias" προέρχεται από το λατινικό "dependere", που σημαίνει "να κρέμεται από", δηλώνοντας μια κατάσταση εξάρτησης ή αλληλεξάρτησης.
Συνώνυμα: - Dependencias: εξαρτήσεις - Relaciones: σχέσεις
Αντώνυμα: - Independencia: ανεξαρτησία - Autonomía: αυτονομία