Η λέξη "deplorable" είναι επίθετο.
/ deˈplɔɾaβle /
Η λέξη "deplorable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι άξιο λύπης ή καταδίκη, συνήθως λόγω της κακής κατάστασής του ή της ανήθικης φύσης του. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί σε ποικιλία περιβαλλόντων, όπως σε κοινωνικές ή πολιτικές συζητήσεις. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα που μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το θέμα.
Η κατάσταση στη χώρα είναι αξιοθρήνητη.
El trato que recibió el jugador fue deplorable.
Η μεταχείριση που έλαβε ο παίκτης ήταν απερίγραπτη.
Es deplorable que aún existan estas desigualdades.
Η λέξη "deplorable" δεν εντάσσεται πολύ συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις που εκφράζουν λύπη ή αποδοκιμασία.
Η συμπεριφορά του ήταν αξιοθρήνητη στη συνάντηση.
Es deplorable que la gente ignore estos problemas.
Είναι λυπηρό που οι άνθρωποι αγνοούν αυτά τα προβλήματα.
Un hecho tan deplorable no puede pasar desapercibido.
Ένα τόσο απερίγραπτο γεγονός δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
La falta de respeto es un acto deplorable.
Η έλλειψη σεβασμού είναι μια απερίγραπτη πράξη.
Es deplorable el estado de las instalaciones deportivas.
Η λέξη "deplorable" προέρχεται από το λατινικό "deplorabilis", που σημαίνει "αξιολύπητος", από το "deplorare", το οποίο σημαίνει "να κλαίω ή να θρηνώ".
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τη λέξη "deplorable" με τις διάφορες πτυχές της, συμπεριλαμβανομένων των παραδειγμάτων και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.