deplorar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

deplorar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Deplorar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/dep.loˈɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Το ρήμα deplorar χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να εκφράσει την αποδοκιμασία ή τη λύπη για κάτι, όπως μια κατάσταση που θεωρείται άσχημη ή λυπηρή.

Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο και στο γραπτό πλαίσιο, με ελαφριά προτίμηση στο γραπτό λόγο, καθώς συχνά εκφράζεται σε πιο επίσημες καταστάσεις ή κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Deploro la violencia en la sociedad.
    (Λυπάμαι για τη βία στην κοινωνία.)

  2. Es triste deplorar la pérdida de vidas inocentes.
    (Είναι λυπηρό να λυπόμαστε την απώλεια αθώων ζωών.)

  3. Siempre deploramos las injusticias.
    (Πάντα αποδοκιμάζουμε τις αδικίες.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το ρήμα deplorar δεν χρησιμοποιείται πολύ στις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις σε συγκεκριμένα κείμενα. Ωστόσο, μπορείτε να βρείτε κάποιες πλαισιωμένες εκφράσεις.

  1. Deplorar el estado actual de las cosas.
    (Αποδοκιμάζω την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων.)

  2. Hay que deplorar la falta de acción en este asunto.
    (Πρέπει να λυπόμαστε την έλλειψη δράσης σε αυτό το ζήτημα.)

  3. Deploro que no se escuchen las voces de los afectados.
    (Λυπάμαι που δεν ακούγονται οι φωνές των επηρεαζόμενων.)

Ετυμολογία

Η λέξη deplorar προέρχεται από το λατινικό ρήμα "deplorare", το οποίο είναι συνδυασμός των λέξεων "de-" (από, μακριά) και "plorare" (να κλαίω, να καταριέμαι).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - lamentar - condenar - reprobar

Αντώνυμα: - celebrar (γιορτάζω) - aprobar (εγκρίνω) - alabar (επαινώ)



23-07-2024