deponer - ρήμα
/depoˈneɾ/
Η λέξη deponer χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τη δράση του να αποθέσει κάτι ή να καταθέσει μια δήλωση ή μαρτυρία. Στην νομική γλώσσα, συνήθως αναφέρεται στη διαδικασία κατάθεσης μίας μαρτυρίας ή δήλωσης σε δικαστήριο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ιατρικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να έχει σημασία στην καθημερινή ομιλία, αν και λιγότερο συχνά.
Η συχνότητα χρήσης του είναι αυξημένη σε γραπτά κείμενα και νομικά έγγραφα.
Ο μάρτυρας έπρεπε να καταθέσει ενώπιον του δικαστή.
Decidió deponer su cargo por razones personales.
Αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση του για προσωπικούς λόγους.
Ella debe deponer su opinión en la reunión de mañana.
Η λέξη deponer δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ευρύτερα νοήματα της αποδοχής ή της υποχώρησης:
Γεια την ειρήνη, deben deponer armas y trabajar por la paz.
Deponer la resistencia
Al final, tuvo que deponer la resistencia y aceptar su destino.
Deponer la soberbia
Η λέξη deponer προέρχεται από το λατινικό deponere, όπου de- σημαίνει "κάτω" και ponere σημαίνει "τοποθετώ". Αυτή η ρίζα έχει μεταφερθεί σε διάφορες γλώσσες.
Συνώνυμα: - depositar (καταθέτω) - renunciar (παραιτούμαι)
Αντώνυμα: - reclamar (διεκδικώ) - sostener (κρατώ, διατηρώ)