deponer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

deponer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

deponer - ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/depoˈneɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη deponer χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τη δράση του να αποθέσει κάτι ή να καταθέσει μια δήλωση ή μαρτυρία. Στην νομική γλώσσα, συνήθως αναφέρεται στη διαδικασία κατάθεσης μίας μαρτυρίας ή δήλωσης σε δικαστήριο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ιατρικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να έχει σημασία στην καθημερινή ομιλία, αν και λιγότερο συχνά.

Η συχνότητα χρήσης του είναι αυξημένη σε γραπτά κείμενα και νομικά έγγραφα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El testigo tuvo que deponer ante el juez.
  2. Ο μάρτυρας έπρεπε να καταθέσει ενώπιον του δικαστή.

  3. Decidió deponer su cargo por razones personales.

  4. Αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση του για προσωπικούς λόγους.

  5. Ella debe deponer su opinión en la reunión de mañana.

  6. Αυτή πρέπει να καταθέσει τη γνώμη της στη συνάντηση της αύριο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη deponer δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ευρύτερα νοήματα της αποδοχής ή της υποχώρησης:

  1. Deponer armas
  2. Γεια την ειρήνη, deben deponer armas y trabajar por la paz.

    • Για την ειρήνη, πρέπει να παρατήσουν τα όπλα και να εργαστούν για την ειρήνη.
  3. Deponer la resistencia

  4. Al final, tuvo que deponer la resistencia y aceptar su destino.

    • Τελικά, έπρεπε να υποχωρήσει και να αποδεχτεί τη μοίρα του.
  5. Deponer la soberbia

  6. Es importante deponer la soberbia para trabajar en equipo.
    • Είναι σημαντικό να αποβάλει την υπεροψία για να δουλέψει ομαδικά.

Ετυμολογία

Η λέξη deponer προέρχεται από το λατινικό deponere, όπου de- σημαίνει "κάτω" και ponere σημαίνει "τοποθετώ". Αυτή η ρίζα έχει μεταφερθεί σε διάφορες γλώσσες.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - depositar (καταθέτω) - renunciar (παραιτούμαι)

Αντώνυμα: - reclamar (διεκδικώ) - sostener (κρατώ, διατηρώ)



23-07-2024