Το "depositar" είναι ρήμα.
/deposiˈtaɾ/
Το "depositar" σημαίνει να τοποθετήσετε ή να καταθέσετε κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση. Στη χρηματοοικονομική θεώρηση, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί στην πράξη κατάθεσης χρημάτων σε μια τράπεζα ή σε μια άλλη χρηματοοικονομική οργάνωση. Το ρήμα έχει τακτική χρήση και είναι συχνά συναντώμενο τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα.
"Θα καταθέσω τον μισθό μου στην τράπεζα."
"Es importante depositar ahorros para el futuro."
"Είναι σημαντικό να καταθέτετε αποταμιεύσεις για το μέλλον."
"Puedes depositar el cheque en cualquier sucursal."
Το "depositar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Es fundamental depositar confianza en el equipo."
"Depositar un voto"
"Es nuestro deber depositar un voto durante las elecciones."
"Depositar esperanzas"
"No debes depositar todas tus esperanzas en una sola cosa."
"Depositar un queja"
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "deponere," που σημαίνει "να τοποθετώ κάτω" ή "να αναθέτω". Ο συνδυασμός "de-" και "ponere" (να τοποθετώ) δημιούργησε τη σύγχρονη ισπανική μορφή.
poner (βάζω)
Αντώνυμα: