depositario - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

depositario (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "depositario" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "depositario" σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι /de.positˈa.ɾjo/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "depositario" αναφέρεται σε άτομο ή οργανισμό που έχει την ευθύνη για την φύλαξη και τη διαχείριση χρημάτων ή περιουσιακών στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά ανήκουν σε τρίτους. Χρησιμοποιείται κυρίως στο νομικό και χρηματοοικονομικό πλαίσιο, και η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, καθώς σχετίζεται με επίσημες διαδικασίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El depositario de la herencia deberá cumplir con todas las disposiciones legales."
    (Ο καταθέτης της κληρονομιάς θα πρέπει να τηρήσει όλες τις νομικές διατάξεις.)

  2. "Es importante elegir un depositario confiable para los fondos del proyecto."
    (Είναι σημαντικό να επιλέξετε έναν αξιόπιστο καταθέτη για τα κεφάλαια του εγχειρήματος.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "depositario" συνδέεται με ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο κοινές όσο άλλες λέξεις. Ακολουθούν μερικές σχετικές φράσεις:

  1. "Ser depositario de secretos"
    (Να είσαι υπεύθυνος για μυστικά.)
    Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάποιον που κρατάει μυστικά, δείχνοντας εμπιστοσύνη.

  2. "El depositario de la confianza"
    (Ο φυλάκιος της εμπιστοσύνης.)
    Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε κάποιον που είναι αξιόπιστος και τον οποίο οι άλλοι εμπιστεύονται.

  3. "Depositar la fe"
    (Να καταθέσεις την πίστη.)
    Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που έχει πίστη σε κάτι ή κάποιον.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "depositario" προέρχεται από τη λατινική λέξη "depositarius", που σημαίνει "αυτός που καταθέτει", η οποία προέρχεται από το ρήμα "deponere", που σημαίνει "καταθέτω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - custodio (φύλακας) - administrador (διαχειριστής)

Αντώνυμα: - saqueador (ληστής) - desposeído (αποστερημένος)



23-07-2024