Η λέξη "depósito" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "depósito" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /deˈpo.si.to/
Η λέξη "depósito" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - κατάθεση - αποθήκη - deposit
Η λέξη "depósito" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε μια χρηματική κατάθεση σε τράπεζα ή σε έναν χώρο αποθήκευσης. Στη γλώσσα των χρημάτων, αναφέρεται συχνά στην ποσότητα χρημάτων που κάποιος καταθέτει σε μια τράπεζα για φύλαξη ή επένδυση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή στον προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σε οικονομικά κείμενα ή καταστάσεις που σχετίζονται με τράπεζες και αποθήκευση.
"Η κατάθεση χρημάτων πραγματοποιήθηκε χωρίς προβλήματα."
"Necesito hacer un depósito en mi cuenta bancaria."
"Χρειάζομαι να κάνω μια κατάθεση στον τραπεζικό μου λογαριασμό."
"El depósito de mercancías fue confirmado."
Η λέξη "depósito" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν το χρηματοοικονομικό της περιεχόμενο, όπως:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ενέργεια της κατάθεσης χρημάτων.
"Depósito a plazo fijo"
Αναφέρεται σε χρηματοοικονομικές καταθέσεις που δεσμεύονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με σταθερό επιτόκιο.
"Depósito de seguridad"
Η λέξη "depósito" προέρχεται από το λατινικό "depositum", που σημαίνει "ό,τι έχει κατατεθεί". Η ρίζα της λέξης αναφέρεται στην ενέργεια της κατάθεσης ή αποθήκευσης.
Συνώνυμα: - "almacenamiento" (αποθήκευση) - "depósito bancario" (τραπεζική κατάθεση)
Αντώνυμα: - "retiro" (απόσυρση) - "consumo" (κατανάλωση)
Αυτή η ανάλυση περιγράφει λεπτομερώς τη λέξη "depósito" στην ισπανική γλώσσα και τις σχετικές έννοιές της.