Η λέξη "depredador" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /de.pɾe.ˈða.ɾoɾ/
Στo Ισπανικά, η λέξη "depredador" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που θηρεύει ή επιτίθεται σε άλλους οργανισμούς, συχνά στον τομέα της οικολογίας ή της βιολογίας. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη φύση, τα ζώα, και συχνά έχει αρνητική ή επιθετική χροιά. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα.
Ο λέοντας είναι ένας φοβισμένος θηρευτής στη σαβάνα.
Los depredadores naturales son esenciales para el equilibrio del ecosistema.
Οι φυσικοί θηρευτές είναι ουσιώδεις για την ισορροπία του οικοσυστήματος.
Los depredadores nocturnos aprovechan la oscuridad para cazar.
Η λέξη "depredador" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε επιθετικά ή κυριαρχικά χαρακτηριστικά.
"Να είσαι θηρευτής στον κόσμο των επιχειρήσεων."
"Los depredadores de la información son peligrosos."
"Οι θηρευτές της πληροφορίας είναι επικίνδυνοι."
"Cuidado con los depredadores en las redes sociales."
"Πρόσεχε τους θηρευτές στα κοινωνικά δίκτυα."
"Un depredador emocional puede manipular fácilmente a otros."
"Ένας συναισθηματικός θηρευτής μπορεί να χειραγωγήσει εύκολα τους άλλους."
"La selva está llena de depredadores."
Η λέξη "depredador" προέρχεται από το λατινικό "depredator", που σημαίνει "αυτός που κλέβει ή θηρεύει". Προέρχεται από τη ρίζα "deprendere", που έχει σχέση με την επιθετική δράση.
Συνώνυμα: - "cazador" (κυνηγός) - "predador" (θηρευτής)
Αντώνυμα: - "presa" (θύραμα) - "defensor" (υπερασπιστής)