depresivo είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι: /de.pɾe.ˈsi.βo/
Η λέξη depresivo χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί ή σχετίζεται με κατάθλιψη ή θλίψη. Είναι συχνά συνδεδεμένη με ψυχολογικές καταστάσεις ή συναισθηματικές διαθέσεις. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται με συχνότητα και στα δύο προφορικά και γραπτά πλαίσια, αν και μπορεί να παρατηρείται περισσότερη χρήση σε κείμενα που αναφέρονται σε ψυχική υγεία.
Η ταινία είχε έναν καταθλιπτικό τόνο που επηρέασε όλους τους θεατές.
Su actitud tan depresiva me hizo preocuparme por su bienestar.
Η τόσο καταθλιπτική του στάση με έκανε να ανησυχώ για την ευημερία του.
Durante el invierno, muchas personas se sienten más depresivas debido a la falta de luz.
Η λέξη depresivo μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Δεν θέλω να πέσω σε καταθλιπτική κατάσταση.
A veces, la música puede ser muy depresiva.
Μερικές φορές, η μουσική μπορεί να είναι πολύ καταθλιπτική.
El clima depresivo de hoy refleja mi estado de ánimo.
Ο καταθλιπτικός καιρός σήμερα αντικατοπτρίζει τη διάθεσή μου.
Evité actividades que son depresivas para mi salud mental.
Απέφυγα δραστηριότητες που είναι καταθλιπτικές για την ψυχική μου υγεία.
Hablamos sobre las causas de su estado depresivo.
Μιλήσαμε για τις αιτίες της καταθλιπτικής του κατάστασης.
Las noticias diarias pueden ser muy depresivas.
Η λέξη depresivo προέρχεται από το λατινικό depressivus, το οποίο σχετίζεται με το ρήμα deprimere, που σημαίνει "καταβάλλω" ή "ρίχνω".
Αυτή η πληροφορία παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης depresivo στην ισπανική γλώσσα και τη χρήση της.