Η λέξη "deprimente" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /de.pɾiˈmen.te/
Η λέξη "deprimente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί θλίψη, απογοήτευση ή αίσθημα μελαγχολίας. Συχνά χρησιμοποιείται στις καθημερινές συνομιλίες, και η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, κυρίως σε περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι εκφράζουν τα συναισθήματά τους ή την αντίληψή τους για μια κατάσταση.
La película fue muy deprimente.
(Η ταινία ήταν πολύ καταθλιπτική.)
El clima hoy es deprimente.
(Ο καιρός σήμερα είναι απογοητευτικός.)
Η λέξη "deprimente" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που επισημαίνουν την αρνητική διάθεση ή κατάσταση.
Estar en un estado deprimente.
(Να είσαι σε καταθλιπτική κατάσταση.)
Un ambiente deprimente.
(Μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα.)
Una realidad deprimente.
(Μια απογοητευτική πραγματικότητα.)
Sentirse deprimente.
(Να νιώθεις καταθλιπτικός.)
Es un tema deprimente para hablar.
(Είναι ένα καταθλιπτικό θέμα για να μιλήσουμε.)
Η λέξη "deprimente" προέρχεται από το ρήμα "deprimir", που σημαίνει "να καταθλίβει" και έχει τη ρίζα του στη λατινική λέξη "deprimere", που σημαίνει "να πιέσει προς τα κάτω".
melancólico (μελαγχολικός)
Αντώνυμα: