Η λέξη "derivada" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[deɾiˈβaða]
Η λέξη "derivada" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά κυρίως στον τομέα των μαθηματικών και αναφέρεται στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της παραγώγισης. Η παράγωγη είναι ένα θεμελιώδες έννοια στο λογισμό, η οποία δείχνει τον ρυθμό μεταβολής μιας συνάρτησης.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε μαθηματικά βιβλία ή άρθρα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια μαθημάτων και συζητήσεων σχετικά με τα μαθηματικά.
La derivada de la función ( f(x) = x^2 ) es ( f'(x) = 2x ).
(Η παράγωγος της συνάρτησης ( f(x) = x^2 ) είναι ( f'(x) = 2x )).
Para encontrar el máximo de la función, necesitamos calcular la derivada.
(Για να βρούμε το μέγιστο της συνάρτησης, χρειάζεται να υπολογίσουμε την παράγωγο).
La derivada es fundamental en el cálculo diferencial.
(Η παράγωγος είναι θεμελιώδης στον διαφορικό λογισμό).
Παρόλο που η λέξη "derivada" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες που σχετίζονται με τα μαθηματικά. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
La derivada de la experiencia es el conocimiento.
(Η παράγωγος της εμπειρίας είναι η γνώση).
Una función derivada representa el cambio instantáneo.
(Μία παράγωγος συνάρτηση αντιπροσωπεύει την άμεση μεταβολή).
En matemáticas, la derivada permite entender mejor el comportamiento de una función.
(Στα μαθηματικά, η παράγωγος επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη συμπεριφορά μιας συνάρτησης).
La derivada se utiliza en múltiples campos como la física y la economía.
(Η παράγωγος χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς όπως η φυσική και η οικονομία).
Η λέξη "derivada" προέρχεται από το λατινικό "derivata", το οποίο σημαίνει "εκτρεπόμενη" ή "παράγωγος", και προέρχεται από το ρήμα "derivare", που σημαίνει "να οδηγήσει από".
Variación
Αντώνυμα: