desestimar είναι ρήμα.
Фωνητική μεταγραφή: [deses.tiˈmaɾ]
Η λέξη desestimar χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της απόρριψης ή της αγνόησης μιας αίτησης, μια αξίωση ή μια πρόταση, συχνά στο νομικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, αλλά είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στον νομικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε νομικά κείμενα ή διαδικασίες, ενώ μπορεί να είναι λιγότερο κοινή στον προφορικό λόγο.
Ο δικαστής αποφάσισε να απορρίψει την αγωγή που κατατέθηκε.
Es importante no desestimar las pruebas en este caso.
Είναι σημαντικό να μην παραβλέψουμε τα αποδεικτικά στοιχεία σε αυτή την υπόθεση.
La compañía desestimó la queja del cliente.
Η λέξη desestimar δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε προτάσεις που εκφράζουν την απόρριψη ή την ανυπαρξία σημασίας. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα προτάσεων:
Μην απορρίπτεις την αξία της εμπειρίας.
Desestimar una opinión puede causar malentendidos.
Η απόρριψη μιας γνώμης μπορεί να προκαλέσει παρεξηγήσεις.
A veces, desestimar el pasado es necesario para avanzar.
Η λέξη desestimar προέρχεται από την ισπανική λέξη estimar, που σημαίνει "εκτιμώ", με την προσθήκη του προθέματος des-, το οποίο δηλώνει την αντίθεση ή την ανυπαρξία.
Συνώνυμα: - rechazar (απορρίπτω) - ignorar (αγνοώ)
Αντώνυμα: - aceptar (αποδέχομαι) - valorar (εκτιμώ)