Η λέξη "desfallecimiento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /desfaʎeθiˈmiento/
Η λέξη "desfallecimiento" αναφέρεται σε κατάσταση αδυναμίας ή λιποθυμίας, τονίζοντας την έλλειψη ενέργειας ή δύναμης, συχνά σχετίζεται με λιποθυμία ή εξασθένηση λόγω ιατρικών παραγόντων. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και γενικά πλαίσια και έχει μέτρια έως υψηλή συχνότητα χρήσης.
Η χρήση της λέξης είναι κυρίως γραπτή, αλλά συναντάται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε ιατρικές ή επιστημονικές συζητήσεις.
El desfallecimiento de la paciente fue repentino.
(Η λιποθυμία της ασθενούς ήταν ξαφνική.)
Después de tanto esfuerzo, sufrió un desfallecimiento.
(Μετά από τόση προσπάθεια, υπέστη μια εξασθένηση.)
El desfallecimiento puede ser causado por deshidratación.
(Η λιποθυμία μπορεί να προκληθεί από αφυδάτωση.)
Η λέξη "desfallecimiento" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που σχετίζονται με την αδυναμία και την ασθένεια. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
"Siento un desfallecimiento al caminar tanto."
(Νιώθω μια εξασθένηση όταν περπατάω τόσο πολύ.)
"El calor provocó un desfallecimiento en la multitud."
(Η ζέστη προκάλεσε μια λιποθυμία στο πλήθος.)
"El médico dijo que el desfallecimiento puede ser un síntoma serio."
(Ο γιατρός είπε ότι η λιποθυμία μπορεί να είναι ένα σοβαρό σύμπτωμα.)
"Es importante prevenir el desfallecimiento en climas calurosos."
(Είναι σημαντικό να προλαμβάνουμε τη λιποθυμία σε ζεστές κλιματολογικές συνθήκες.)
Η λέξη "desfallecimiento" προέρχεται από το ρήμα "desfallecer", που σημαίνει "να εξασθενεί" ή "να λιποθυμά". Το πρόθεμα "des-" υποδηλώνει απομάκρυνση ή έλλειψη, ενώ το "fallecer" σχετίζεται με την απώλεια δυνάμεων.
agotamiento (κόπωση)
Αντώνυμα: