Η λέξη "desfasado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι σε συγχρονισμό ή σε ομαλή κατάσταση, είτε σε φυσικό είτε σε μεταφορικό επίπεδο. Στον τομέα της ηλεκτρονικής, μπορεί να αναφέρεται σε σήματα ή κυκλώματα που δεν λειτουργούν όπως αναμένονται. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και το γραπτό, αλλά είναι πιο κοινή στο καθημερινό λεξιλόγιο.
Μετάφραση: Το ηχητικό σύστημα είναι εκτός φάσης και δεν συγχρονίζεται με την εικόνα.
Στα Ισπανικά: Su forma de pensar es un poco desfasada para los tiempos actuales.
Η λέξη "desfasado" μπορεί να εμφανίζεται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, αναδεικνύοντας την εκκεντρικότητα ή την έλλειψη συγχρονισμού.
Μετάφραση: Είναι εκτός φάσης με τη σύγχρονη μόδα.
Στα Ισπανικά: Su comportamiento es desfasado, no sigue las normas sociales.
Μετάφραση: Η συμπεριφορά του είναι εκκεντρική, δεν ακολουθεί τους κοινωνικούς κανόνες.
Στα Ισπανικά: La tecnología que usa está desfasada y necesita actualizarse.
Μετάφραση: Η τεχνολογία που χρησιμοποιεί είναι παλιά και χρειάζεται αναβάθμιση.
Στα Ισπανικά: El carnaval fue tan desfasado que no atrajo a muchas personas.
Η λέξη "desfasado" προέρχεται από το ρήμα "desfasar", το οποίο σημαίνει να βγάζω από την κανονική σειρά ή τον συγχρονισμό. Το "des-" είναι ένα πρόθημα που υποδηλώνει απομάκρυνση ή αντίθεση, ενώ το "fasar" σχετίζεται με το να βάζω σε φάση.
Αυτή η παρουσίαση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "desfasado" και την πολιτιστική της σημασία στη γλώσσα Ισπανικά.