desfavorable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

desfavorable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Desfavorable είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

[des.faˈβɾa.ble]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη desfavorable υποδηλώνει κάτι που έχει αρνητικές επιπτώσεις ή είναι αντίθετο σε κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις ή συνθήκες που δεν ευνοούν ή δεν υποστηρίζουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή στόχο. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται σε ποσοστά και γραπτά κείμενα, συχνά στον τομέα των επιχειρήσεων, της πολιτικής ή των κοινωνικών θεμάτων.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La situación económica es desfavorable para las pequeñas empresas.
    Η οικονομική κατάσταση είναι δυσμενής για τις μικρές επιχειρήσεις.

  2. El clima desfavorable afectó la producción agrícola este año.
    Ο δυσμενής καιρός επηρέασε την αγροτική παραγωγή φέτος.

  3. Su comportamiento fue desfavorable en la reunión de ayer.
    Η συμπεριφορά του ήταν απαράδεκτη στη χθεσινή συνάντηση.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη

Η λέξη desfavorable μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που προσδιορίζουν αρνητικές καταστάσεις ή συνθήκες.

  1. En un contexto desfavorable, debemos encontrar soluciones creativas.
    Σε ένα δυσμενές περιβάλλον, πρέπει να βρούμε δημιουργικές λύσεις.

  2. Su actitud en el trabajo era verdaderamente desfavorable para el equipo.
    Η στάση του στη δουλειά ήταν πραγματικά δυσμενής για την ομάδα.

  3. Las decisiones desfavorables pueden llevar a consecuencias graves.
    Οι δυσμενείς αποφάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρές συνέπειες.

  4. La falta de apoyo es un factor desfavorable en cualquier proyecto.
    Η έλλειψη υποστήριξης είναι ένας δυσμενής παράγοντας σε οποιοδήποτε έργο.

  5. A veces, las críticas desfavorables pueden motivar a las personas a mejorar.
    Κάποιες φορές, οι δυσμενείς κριτικές μπορούν να παρακινήσουν τους ανθρώπους να βελτιωθούν.

  6. La competencia en el mercado se torna desfavorable para los nuevos entrantes.
    Ο ανταγωνισμός στην αγορά γίνεται δυσμενής για τους νέους εισερχόμενους.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη desfavorable προέρχεται από το ισπανικό πρόθημα "des-" που σημαίνει “μη” ή “κατά”, και "favorable", που σημαίνει “ευνοϊκός”. Έτσι, σημαίνει “όχι ευνοϊκός”.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Desventajoso - Adverso - Contrario

Αντώνυμα: - Favorable - Ventajoso - Positivo



23-07-2024