Η λέξη "desfavorecido" αναφέρεται σε άτομα ή ομάδες που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, είτε οικονομικά, κοινωνικά ή σε άλλους τομείς. Χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει καταστάσεις αδικίας ή ανισότητας. Στη γλώσσα των ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αν και οι κοινωνικοί και νομικοί τομείς τείνουν να την χρησιμοποιούν περισσότερο σε επίσημες περιστάσεις.
"Los desfavorecidos a menudo no tienen acceso a la educación."
(Οι αδύναμοι συχνά δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση.)
"El gobierno implementará programas para ayudar a los desfavorecidos."
(Η κυβέρνηση θα υλοποιήσει προγράμματα για να βοηθήσει τους παραγκωνισμένους.)
Η λέξη "desfavorecido" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε αδικία ή κοινωνικές ανισότητες.
"Estar en una situación desfavorecida."
(Να βρίσκεσαι σε μια αδύναμη κατάσταση.)
"Defender los derechos de los desfavorecidos."
(Να υπερασπιστείς τα δικαιώματα των αβοήθητων.)
"Los desfavorecidos nunca deben ser olvidados."
(Οι αδύναμοι δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιούνται.)
"Es fundamental ayudar a los desfavorecidos de la sociedad."
(Είναι θεμελιώδους σημασίας να βοηθάμε τους παραγκωνισμένους της κοινωνίας.)
Η λέξη "desfavorecido" προέρχεται από το πρόθεμα "des-" που δηλώνει αφαίρεση ή αντίθεση και από την λέξη "favorecido", που προέρχεται από το ρήμα "favorecer" (να ευνοείς). Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "όχι ευνοημένος".
desamparado (ανελέητος)
Αντώνυμα: