Το "desfilar" είναι ρήμα.
/dɛs.fiˈlaɾ/
Η λέξη "desfilar" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την ενέργεια του να προχωρείς ή να περπατάς κατά μήκος ενός δρόμου ή μιας πλατείας σε οργανωμένη γραμμή, συνήθως με σκοπό την επίδειξη, όπως σε στρατιωτικές παρελάσεις ή σε εκδηλώσεις. Υπάρχει συχνά η έννοια του τακτοποιημένου ή ελεγχόμενου περπατήματος. Η λέξη χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι στρατιωτικές και δημόσιες εμφανίσεις συχνά τείνουν να την καθιστούν πιο κοινή στο γραπτό κείμενο.
Los soldados desfilaron frente a la multitud.
Οι στρατιώτες παρελαύνουν μπροστά από το πλήθος.
La escuela organiza un desfile en el que los estudiantes desfilarán.
Το σχολείο οργανώνει μια παρέλαση στην οποία οι μαθητές θα παρελάσουν.
El equipo de fútbol desfila por la ciudad tras ganar el campeonato.
Η ομάδα ποδοσφαίρου παρελαύνει από την πόλη μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Η λέξη "desfilar" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες φράσεις που ενδέχεται να προκύψουν σε διαφορετικά συμφραζόμενα.
Desfilar con orgullo
Παρελαύνω με περηφάνια.
Expresión que se usa para mostrar satisfacción al participar en un evento o celebración.
Desfilar ante las autoridades
Παρελαύνω μπροστά από τις αρχές.
Se refiere a una situación formal en que se muestra respeto y reconocimiento a figuras de autoridad.
Desfilar por el escenario
Παρελαύνω στη σκηνή.
Se utiliza en contextos artísticos o de entretenimiento para describir la acción de caminar sobre un escenario para presentar habilidades o actuaciones.
Desfilar en contra de la injusticia
Παρελαύνω κατά της αδικίας.
Se refiere a la acción de participar en una marcha o protesta para reivindicar derechos o protestar.
Η λέξη "desfilar" προέρχεται από το λατινικό "dis" (μακριά) και "filare" (να ράψω ή να ακολουθώ μια γραμμή), υποδεικνύοντας την ενότητα της ευθυγραμμίσεως και της κίνησης σε σειρές.