Το "desgajar" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή, με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου, είναι [desɡaˈxaɾ].
Το "desgajar" σημαίνει ουσιαστικά το να ξεριζώνεις ή να διαχωρίζεις κάτι, κυρίως χρησιμοποιούμενο αναφορικά με φυτά ή μέρη που είναι συνδεδεμένα. Η λέξη χρησιμοποιείται και στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε περιγραφές γεωργικών ή βοτανικών θεμάτων.
Los jardineros deben desgajar las plantas muertas.
(Οι κηπουροί πρέπει να ξεριζώσουν τα κατεστραμμένα φυτά.)
Antes de plantar, es necesario desgajar las raíces.
(Πριν φυτέψετε, είναι απαραίτητο να διαχωρίσετε τις ρίζες.)
Το "desgajar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα:
Desgajar el temor.
(Να ξεριζώσουμε τον φόβο.)
Desgajar una relación.
(Να διαχωρίσουμε μια σχέση.)
Η λέξη προέρχεται από το "gajar", που σημαίνει "σπάω" ή "κόβω", με το πρόθεμα "des-" να προσθέτει την έννοια της απομάκρυνσης ή του διαχωρισμού.