Το "desgarrador" είναι επίθετο.
/ des.ɡa.ʁaˈðoɾ /
Η λέξη "desgarrador" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που προκαλεί έντονα αρνητικά συναισθήματα, όπως θλίψη ή πόνο. Προέρχεται από το ρήμα "desgarrar", που σημαίνει "σκίζω" ή "ξεσκίζω". Στον προφορικό λόγο, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί συχνά για να περιγράψει συναισθηματικές καταστάσεις, ενώ στον γραπτό λόγο εμφανίζεται συχνά σε λογοτεχνικά κείμενα ή άρθρα που ασχολούνται με συναισθηματικά θέματα.
Η ταινία ήταν καταθλιπτική και όλοι βγήκαμε από τον κινηματογράφο κλαίγοντας.
Su relato sobre la pérdida de su hijo es desgarrador.
Η λέξη "desgarrador" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις και περιπτώσεις:
Η ιστορία του είναι μια επώδυνη υπενθύμιση των φρικαλεοτήτων του πολέμου.
La música tiene un tono desgarrador que toca el alma.
Η μουσική έχει έναν θλιβερό τόνο που αγγίζει την ψυχή.
Ver a un niño sufriendo es un momento desgarrador.
Να βλέπεις ένα παιδί να υποφέρει είναι μια καταθλιπτική στιγμή.
La novela termina con un desenlace desgarrador que deja a los lectores en shock.
Η λέξη έχει τις ρίζες της στο ρήμα "desgarrar", το οποίο προέρχεται από τη Λατινική "dīsgarrāre", που σημαίνει "σκίζω" ή "διασπώ". Η λέξη έχει εξελιχθεί στην Ισπανική για να εκφράσει καταστάσεις που προκαλούν έντονα συναισθήματα.
Συνώνυμα: - doloroso (επώδυνος) - triste (θλιβερός) - conmovedor (συγκινητικός)
Αντώνυμα: - alegre (χαρούμενος) - optimista (αισιόδοξος) - placentero (ευχάριστος)